- ἰσονομικοῦ
- ἰσονομικόςdevoted to equalitymasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ισονομικός — ἰσονομικός, ή, όν (Α) [ισονομία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ισονομία 2. αυτός που ζει σε ισονομία, ο αφοσιωμένος στην ισονομία («διελήλυθας βίον ἰσονομικοῡ τινος ἀνδρός», Πλάτ.) … Dictionary of Greek